φαλαγγάρχης

φαλαγγαρχία

φαλαγγηδόν
φαλαγγ·αρχία, ας () [φᾰ] quart d’une phalange, à peu près une brigade, Asclép. 2, 10.
Étym. φάλαγξ, ἄρχω.