φαλαγγαρχία

φαλαγγηδόν

φαλαγγιόδηκτος
φαλαγγηδόν [φᾰ] en ordre de bataille, en troupe rangée, Il. 15, 360 ; Pol. 3, 115, 12, etc. ; Plut. Oth. 12, etc.
Étym. φάλαγξ, -δον.