φαλαγγηδόν

φαλαγγιόδηκτος

φαλάγγιον
φαλαγγιό·δηκτος, ος, ον [φᾰ] mordu ou piqué par une tarentule, Diosc. 4, 52, 116.
Étym. φαλάγγιον, δάκνω.