φαλάγγιον

φαλαγγιόπληκτος

φαλαγγίτης
φαλαγγιό·πληκτος, ος, ον [φᾰ] piqué (litt. frappé) par une tarentule, Gal. Comp. med. sec. loc. 13, 66.
Étym. φαλάγγιον, πλήσσω.