φαλαγγιόπληκτος

φαλαγγίτης

φαλαγγιτικός
φαλαγγίτης, ου () [φᾰῑ]
1 soldat d’une phalange ; à Rome, légionnaire, Pol. 4, 12, 12 ; DS. 18, 2 ; DH. 4, 18 ||
2 c. φαλαγγίον 2, Gal. 13, 239 ; cf. φαλαγγίτιον.
Étym. φάλαγξ.