φαλαγγίτης

φαλαγγιτικός

φαλαγγίτιον
φαλαγγιτικός, ή, όν [φᾰῑτ] qui concerne les soldats d’une phalange ou d’une légion : σπεῖρα φαλαγγιτική, Pol. 18, 11, 10, division d’infanterie.
Étym. φαλαγγίτης.