φαλαγγίτιον

φαλαγγομαχέω-ῶ

φαλαγγομάχης
φαλαγγομαχέω-ῶ [ᾰᾰ] livrer un combat d’infanterie, Xén. Cyr. 6, 4, 18.
Étym. φαλαγγομάχης.