φαλαγγομαχέω-ῶ

φαλαγγομάχης

φαλαγγόω-ῶ
*φαλαγγο·μάχης, dor. φαλαγγομάχας [φᾰμᾰᾱ] adj. m. qui combat en troupe, Anth. 9, 285.
Étym. φάλαγξ, μάχομαι.