φαλληφόρια

φαλλικός

φαλλοϐάτης
φαλλικός, ή, όν, qui concerne le phallus : τὸ φαλλικόν (s. e. μέλος) Ar. Ach. 261, le chant du phallus ; cf. Arstt. Poet. 4, 14.
Étym. φαλλός.