Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φαλληφορέω-ῶ
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλληφόρια,
ων
(
τὰ
)
s. e.
ἱερά,
c.
φαλλαγώγια,
Plut.
M.
355
e
.
Étym.
cf. le préc.