φαρμακεύω

φαρμακία

φαρμάκιον
*φαρμακία, ion. φαρμακίη, ης [μᾰ] c. φαρμακεία, Man. 2, 310 ; Sib. 5, p. 576 ; Spt. Ex. 7, 11 ; au plur. Hpc. 1244d, 1245h.