φαρμακίστατος

φαρμακίτης

φαρμακῖτις
φαρμακίτης, ου [μᾰῑ]
1 de magicien : δακτύλιος, Eup. 2-1, 454 Meineke bague de magicien ||
2 préparé avec une drogue, Ath. 30c.
Étym. φάρμακον.