φαρμακίτης

φαρμακῖτις

φαρμακόεις
φαρμακῖτις, ίτιδος [μᾰῑῐδ] adj. f. de médicament : βίϐλος, Gal. 12, 593, livre de pharmacie ; γῆ, Diosc. 5, 181, c. ἀμπελῖτις.
Étym. φάρμακον.