φαρμακοπωλέω-ῶ

φαρμακοπώλης

φαρμακός
φαρμακο·πώλης, ου () [μᾰ] qui vend des drogues, particul. des médicaments, pharmacien, Ar. Nub. 766 ; Eschn. 76, 36, etc. ; Th. H.P. 6, 2, 5, etc.
Étym. φ. πωλέω.