φαρμακοποτέω-ῶ

φαρμακοπωλέω-ῶ

φαρμακοπώλης
φαρμακοπωλέω-ῶ [μᾰ] vendre des drogues (médicaments, etc.) Ar. fr. 95 ; DL. 10, 8.
Étym. φαρμακοπώλης.