Φιλάδελφος

φιλαδύναμος

φιλάεθλος
φιλ·αδύναμος, ος, ον [ῐᾰῠᾰ] qui ôte les forces, au sup. -ώτατος, Hpc. Acut. 394.
Étym. φίλος, ἀδ.