φιλαγρότις

φιλάγρυπνος

φιλάγων
φιλ·άγρυπνος, ος, ον, qui aime à veiller, Anth. 5, 166, 197 ; A. Pl. 309 ; Christod. Ecphr. 395 ; Orph. H. 8, 7.
Étym. φίλος, ἄγρυπνος.