φιλάγρυπνος

φιλάγων

Φιλαδέλφεια
φιλ·άγων, ωνος (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] qui aime les combats, la lutte, Anth. 7, 708 ; Ath. 241f.
Étym. φ. ἀγών.