φιλαλήθης

φιλαλήθως

φιλαλληλία
φιλαλήθως [ῐᾰ] adv. avec amour de la vérité, sincèrement, Cic. Qu. fr. 2, 15 ; DS. 2, 32 ; Clém. 914, etc.(φιλαλήθης).