φιλάνθρωπος

φιλανθρώπως

φιλάνωρ
φιλανθρώπως [] adv. avec humanité, avec bonté, Dém. 411, 10, etc. ; joint à δημοτικῶς, Dém. 707, 24 ; à θεοφιλῶς, Isocr. 197c ||
Sup. -ώτατα, Dém. 760, 5.