φιλάπεπτος

φιλαπεχθημόνως

φιλαπεχθημοσύνη
φιλαπεχθημόνως [ῐᾰ] adv. avec malveillance, Plat. Rsp. 500b ; Luc. H. conscr. 59.
Étym. φιλαπεχθήμων.