φιλαπεχθημόνως

φιλαπεχθημοσύνη

φιλαπεχθήμων
φιλαπεχθημοσύνη, ης () [ῐᾰ] malveillance, malignité, Isocr. 344c et d ; Dém. 1268, 16 ; au pl. Isocr. 340d.
Étym. φιλαπεχθήμων.