φιλαπεχθήμων

φιλαπεχθής

φιλαπεχθῶς
φιλ·απεχθής, ής, ές [ῐᾰ] malveillant, haineux, hargneux, méchant, Pol. 5, 28, 4 ; 12, 25, 6.
Étym. φ. ἀπεχθάνομαι.