φιλαπεχθημοσύνη

φιλαπεχθήμων

φιλαπεχθής
φιλ·απεχθήμων, ων, ον, gén. ονος [ῐᾰ] c. le suiv. Lys. 170, 27 ; Isocr. 172c ; Dém. 701, 24.