φιλαργεῖος

φιλαργυρέω-ῶ

φιλαργυρία
φιλαργυρέω-ῶ [ῐῠ] aimer l’argent, Alciphr. 1, 40 ; Spt. 2 Macc. 10, 20 ; Sext. M. 11, 122.
Étym. φιλάργυρος.