φιλαργυρέω-ῶ

φιλαργυρία

φιλάργυρος
φιλαργυρία, ας () [ῐῠ] amour de l’argent, Isocr. 178d ; Din. 93, 2 ; Pol. 9, 25, 4.
Étym. φιλάργυρος.