φιλαυτία

φίλαυτος

φιλαύτως
φίλ·αυτος, ος, ον [] amoureux de soi, égoïste, Arstt. Nic. 9, 8, 4, etc. ; M. mor. 2, 14, 3 ; Rhet. 1, 11, 26 ; τὸ φ. Plut. M. 40f, etc. c. φιλαυτία.
Étym. φ. αὐτός.