Φιλόχορος

φιλοχρηματέω-ῶ

φιλοχρηματία
φιλοχρηματέω-ῶ [ῐᾰ] aimer l’argent, être cupide, Plat. Leg. 737a ; Is. 81, 29 ; Plut. M. 85f.
Étym. φιλοχρήματος.