φιλοχρηματέω-ῶ

φιλοχρηματία

φιλοχρηματιστής
φιλοχρηματία, ας () [ῐμᾰ] amour de l’argent, Plat. Rsp. 391c, Leg. 747b, 938b ; Arstt. fr. 501 ; Plut. M. 819e, Sol. 14.
Étym. φιλοχρήματος.