φιλοδοξέω-ῶ

φιλοδοξία

φιλόδοξος
φιλοδοξία, ας () [φῐ] amour de la gloire, recherche de la renommée, Pol. 3, 104, 1 ; 26, 2, 8 ; au pl. Plut. M. 1050d.
Étym. φιλόδοξος.