φιλοδημοτικός

φιλοδημώδης

φιλοδίκαιος
φιλο·δημώδης, ης, ες [] qui recherche la faveur du peuple, DL. 4, 22, au duel φιλοδημώδεε.
Étym. φιλόδημος, -ωδης.