φιλογαστριδίας

φιλογέλοιος

φιλόγελως
φιλο·γέλοιος, ος, ον [] qui aime les plaisanteries, Arstt. Rhet. 2, 13, 15 ; Virt. et vit. 6, 5.
Étym. φ. γελοῖος.