φιλοικοδόμος

φιλοικτίρμων

φιλοίκτιστος
φιλ·οικτίρμων, ων, ον, gén. ονος [] miséricordieux, Eur. I.T. 345 ; Plat. Menex. 244e ; τὸ φιλοίκτιρμον, Plut. M. 959f, la compassion, la pitié.
Étym. φ. οἶκτος.