φιλοίκειος

φιλοικοδόμος

φιλοικτίρμων
φιλ·οικοδόμος, ος, ον [] qui aime à bâtir des maisons, Xén. Œc. 20, 29 ; Arstt. Nic. 10, 5, 2.
Étym. φ. οἰκοδομέω.