φιλοκαρποφόρος

φιλοκατάσκευος

φιλοκέρδεια
φιλο·κατάσκευος, ος, ον [ῐκᾰ] trop apprêté, Procl. (Phot. Bibl. 318, 30).
Étym. φ. κατασκευή.