φιλοκατάσκευος

φιλοκέρδεια

φιλοκερδέω-ῶ
φιλο·κέρδεια, ας () [] amour du gain, Xén. Cyn. 13, 12 ; Plat. Leg. 649d.
Étym. φιλοκερδής.