Φιλομάγειρος

φιλομάθεια

φιλομαθέω-ῶ
φιλομάθεια, ας () [ῐμᾰ] désir d’apprendre, Plat. Rsp. 499e, Tim. 90b ; Arstt. Nic. 3, 10, 2.
Étym. φιλομαθής.