φιλομειράκιος

φιλομεῖραξ

φιλομεμφής
φιλο·μεῖραξ, ακος () [ῐᾰκ] qui aime les garçons, Ath. 603e ; Paus. 6, 23, 6.
Étym. φ. μεῖραξ.