φιλομεῖραξ

φιλομεμφής

φιλομεμφότατος
φιλο·μεμφής, ής, ές [] qui aime à faire des reproches, grondeur, Plut. M. 706d ||
Sup. irrég. φιλομεμφότατος, Plut. Cim. c. Luc. 1.
Étym. φ. μέμφομαι.