Φιλόπαππος

φιλοπαράϐολος

φιλοπάρθενος
φιλο·παράϐολος, ος, ον [ῐᾰᾰ] qui aime à braver le danger, Plut. Phil. 9.
Étym. φ. παραϐάλλομαι.