φιλοπαράϐολος

φιλοπάρθενος

φιλοπατρία
φιλο·πάρθενος, ος, ον [] qui aime les jeunes filles ou la virginité, Nonn. D. 48, 430 ; A. Tat. 8, 13.
Étym. φ. παρθένος.