φιλοφρόνημα

φιλοφρόνησις

φιλοφρονητικός
φιλοφρόνησις, εως () [φῐ] dispositions amicales ou bienveillantes, bienveillance, bonté, Plut. M. 212f ; Jos. A.J. 16, 2, 2, etc. ; B.J. 1, 13, 4, etc.
Étym. φιλοφρονέομαι.