φιλοφρόνησις

φιλοφρονητικός

φιλοφρόνως
φιλοφρονητικός, ή, όν [φῐ] qui éprouve des sentiments d’amitié ou de bienveillance, Procl. Ptol. p. 225, 29.
Étym. φιλοφρονέομαι.