φιλοπλουτέω-ῶ

φιλοπλουτία

φιλόπλουτος
φιλοπλουτία, ας () [φῐ] amour des richesses, Plut. Lyc. 30, Crass. 2, etc. ; Hiérocl. (Stob. Fl. 3, 81).
Étym. φιλόπλουτος.