φιλοπονητέον

φιλοπονία

φιλόπονος
φιλοπονία, ας () [φῐ] amour du travail, habitudes laborieuses, Plat. Rsp. 535c et d ; Isocr. 12a ; joint à καρτερία, Plat. 1 Alc. 122c ; φ. τινός, Dém. 1408, 21, pratique de qqe ch. ; au plur. Isocr. Antid. § 310.
Étym. φιλόπονος.