φιλόπονος

φιλοπόνως

φιλοπόρφυρος
φιλοπόνως [] adv. laborieusement, avec activité, Xén. Hell. 6, 1, 4 ; Dém. 292, 25 ||
Cp. -ώτερον, Isocr. 204a ; sup. -ώτατα, Pol. 10, 41, 3.
Étym. φιλόπονος.