φιλοπροσήγορος

φιλοπροσηνῶς

φιλοπρωτεία
*φιλο·προσηνῶς, seul. cp. -ηνέστατα, adv. avec condescendance, avec douceur, Cic. Att. 5, 9.
Étym. φ. προσηνής.