φιλοπροσηνῶς

φιλοπρωτεία

φιλοπρωτεύω
φιλοπρωτεία, ας () []
1 désir de primer, Zos. 4, 51, 5 ; Porph. V. Plot. 10, etc. ||
2 premier rang, prééminence, DS. Exc. 2, p. 542.
Étym. φιλοπρωτεύω.