φιλοψευδής

φιλοψευδία

φιλοψία
φιλοψευδία, ας () [φῐ] amour du mensonge, habitude de mentir, Hpc. 1283, 26 ; Plut. M. 61d ||
E Ion. -ίη, Hpc. l.c.
Étym. φιλοψευδής.