φιλόχωρος

φιλοψευδής

φιλοψευδία
φιλο·ψευδής, ής, ές [] qui aime à mentir, Il. 12, 164 ; Plat. Rsp. 485d ; τὸ φ. Plut. M. 61d, c. le suiv.
Étym. φ. ψεῦδος.